λιπομαρτυρίου

λιπομαρτυρίου
λῐπο-μαρτῠρίου δίκη, action
A against a witness for non-appearance, Poll.8.36, cf. D.49.19, Lys.Fr.321 S.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιπομαρτυρίου — λιπομαρτύριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπομαρτύριον — λιπομαρτύριον, τὸ (Α) 1. η μη προσέλευση μάρτυρα στο δικαστήριο, η λιπομαρτυρία 2. φρ. «λιπομαρτυρίου δίκη» η δίκη που εγειρόταν από έναν διάδικο εναντίον μάρτυρα ο οποίος είχε υποσχεθεί ότι θα καταθέσει αλλά δεν προσήλθε στο δικαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”